«Στὴ χώρα τῶν ἀπέραντων ὀνειρευτὰ ταξίδια, εὐτυχισμένα κατευόδια...»
Ρεθεμιώτικα Νέα 2/5/2013
@@@
Περί τοπικών και άλλων «δαιμονίων»
Χανιώτικα Νέα 03-05-2013
@@@
Νομού Χανιών κ. Βαρβάρα Περράκη
«Μουτζουρωτή χαρτιών»
28/2/2013
(Πνευματικό Κέντρο Χανίων)
«Τα μιλημένα λόγια είναι χάδια
τα λόγια τα γραμμένα είναι φιλιά»
έγραφε ο Κωστής
Παλαμάς
Έτσι κι η Μαρινέλλα
Βλαχάκη αποφασίζει να γράψει ένα αφήγημα, ένα πεζογράφημα τρυφερό σα φιλί,
γλυκό σα χάδι για να μιλήσει στην κουρασμένη εποχή μας για άλλους χρόνους και
να τιθασεύσει μια ζωή παιδική ή εφηβική σε λίγες σελίδες ζουμερές,
αποκαλυπτικές, ευαίσθητες.
Ένας ποιητής που
υπήρξε πληγωμένο και μοναχικό παιδί, ένας ώριμος αφηγητής σ’ αναδρομή αφήγησης.
Μαζεύει η Μαρινέλλα
τα χίλια κομματάκια των παιδικών αναμνήσεων του Παλαμά, θραύσματα από το πρόωρα
σπασμένο γυαλί της ζωής του ψηφίδες ενός ψηφιδωτού πολυπρόσωπου, πολύπαθου,
πληγωμένου.
Βουλιαγμένος ο κόσμος
ενός παιδιού, κρατιέται κρατιέται από τα χέρια των αγαπημένων του ανθρώπων,
αγκιστρώνεται από τη δύναμη της μνήμης για να νιώσει παιδί με τη ζωή που του
πρέπει, είναι τόσο νωρίς για θάνατο.
Ντυμένος ο ποιητής με
τις παλιές του εικόνες, άδειασε νωρίς ο κόσμος του από τη μάνα και τον πατέρα
του, μια εσωτερική μετανάστευση το πρώτο του ταξίδι με άδειες καρέκλες άδεια
μάτια και τον κίνδυνο μιας άδεις ζωής.
Μια πρώιμη νύχτα κι
ένας αδόκητος χωρισμός…
Οι παιδικές αναμνήσεις
του Κωστή Παλαμά γίνονται ένα ευέλικτο, προσιτό, αγαπησιάρικο και πλήρες
κείμενο κι ερμηνεύουν την πορεία ενός εθνικού ποιητή στο ταξίδι της ζωής της
γραφής και της ποίησης.
«Είν’ η ζωή αχαμνόδεντρο
Σ’ ένα γκρεμό από πάνω»
ισχυρίζεται ποιητικά
ο Παλαμάς κι ίσως έτσι αποτυπώνει αυτές τις επικίνδυνες ισορροπίες της παιδικής
του ηλικίας.
«Τον εαυτό του παιδί»
πρέπει να αποκρυπτογραφεί κι έτσι πορεύτηκε κι η Μαρινέλλα πάνω στα χρόνια του
και τα χαρτιά του με διεισδυτικότητα, με το μαγικό ραβδάκι και με καίριες
αναφορές ολοκλήρωσε μια προσωπογραφία με το αναγκαίο συναίσθημα, με μαγικές
διαφυγές, με λυρικές στιγμές, όσες μπορεί να πει ή να νιώσει ένα παιδί, σαν
παιδί.
«Πως είναι η πατρίδα μας
κι είναι παντού όπου πάμε
κι όπου σταθούμε μέσα μας
πατρίδα μια γρικάμε
μια με λογής ονόματα
πρόσωπα, προσωπίδες.
Δε ζει χωρίς πατρίδες
η ανθρώπινη ψυχή.»
Πατρίδα μας μικρή ή
μεγάλη, μοναδική κι ανεπανάληπτη, τα παιδικά μας χρόνια. Η προσωπική γεωγραφία τοπογραφία, η ανθρωπογεωγραφία μας και το
μέρος του βιβλίου της ζωής μας είναι η παιδική ηλικία μας. Κι εκεί διαμορφώθηκε
κι ο Παλαμάς, εκεί αναμετρήθηκε με τις χαρές και τις λύπες, τις αθέλητες
απώλειες, εκεί θα ψηλαφήσει τις πληγές του εκεί και τα σκιρτήματα του, εκεί το
ψάξιμο, εκεί η ανακάλυψη του κόσμου.
Το μυαλό και η αθώα
ματιά του μικρού Παλαμά που δε χορταίνει να βιώνει νέες εμπειρίες.
Από τη γενέθλια πόλη
την Πάτρα στους “καημούς της λιμνοθάλασσας”
«Τα πρώτα μου χρόνια
τ’ αξέχαστα», «τη γλυκιά μισοσβησμένη μνήμη της μητέρας, τη μνήμη που πλέκει
τα’ όνειρο» θα μεταγράψει η Μαρινέλλα, για ένα παιδί αλλιώτικο που δε γνώρισε
παιδιάτικη ειρήνη, με στοιχειωμένη ζωή ελλειμματική κι απρόσμενη, που θα αφεθεί
μέσα από την τέχνη του αργότερα “στου ονείρου τον παραδαρμό”
H μνήμη, η μνήμη, η μνήμη… οι μνήμες…
Κομματάκια ανταριασμένα
κι αταίριαστα, που η συγγραφέας με μεθοδικότητα, επιμέλεια, φιλτράρισμα,
παιδεμό και φροντίδα μητρική του δίνει σωστή σειρά νόημα και ειρμό.
Μια συγγραφέας
γίνεται η νέα μάνα, μια άλλη γεννήτορας του μικρού Παλαμά και βήμα βήμα, λέξη -
λέξη παρακολουθούμε ένα αγόρι που το αγαπούσε ο χάρος, από τη στιγμή της γέννας
του μέχρι το τέλος της αθωότητας, καμιά σημαντική στιγμή δε λείπει σε λόγο τριτοπρόσωπο
αλλά κι ευθύ. Όλοι οι αφηγηματικοί τρόποι, όλα αληθινά, σε πλήρη διάταξη ζωής
με το αναγκαίο συναίσθημα, οι θάνατοι των γονιών, τα ψέματα για την απόκρυψή
τους, η γιαγιά, το φεγγάρι, το σκουλαρίκι στ’ αφτί, “η χτυπημένη” θεία, η
αναχώρηση από την Πάτρα κι εκεί που πάει μια θάλασσα ακοίμητη και κύματα οι
καημοί του…ο θείος… το βιβλίο ο «Γεροστάθης» ο αριστερόχειρας Παλαμάς μουτζουρώνει τα χαρτιά του παίζει κι
αλλάζει ρόλους, μεταμορφώνεται, το σχολείο, η ανάγνωση, η απέχθεια για τα
μαθηματικά, οι φιγούρες που ζωγραφίζει και κολλάει παντού, ο περίκλειστος
φανταστικός κόσμος του και τα πρωτοχρονιάτικα δώρα του από τόπι, τη γυάλινη
σφαίρα μέχρι τους ξύλινους στρατιώτες και το δερμάτινο βιβλιοφύλακα. Άφησε πίσω
του τη Φωτεινή κι εκεί στη θάλασσα τη ρηχή, την ήρεμη, την πλατιά δυναμώνει το
μυαλό του σε ένα περιβάλλον με μόρφωση κι αγάπη για την τέχνη κι εκεί τα
κορίτσια της ζωής του η Ιουλία, η Μαλβίνα του Γιασεμή, ισάξια πραγματικά και
φανταστικά σαν άγγελοι. Πόσες λεπτομέρειες μπορεί να συγκρατήσει το παιδικό
μυαλό; Πως οι γλυκές μισοσβησμένες εικόνες γίνονται ζωή και μας αφορούν; Πως τα
λόγια, τα χρόνια των αναμνήσεων του Παλαμά με μια γλύκα στο χειρισμό και στην
αποτύπωση γίνονται τα δικά μας χρόνια, οι ελλείψεις και οι στερήσεις μας, οι
φόβοι μας κι οι αγωνίες μας, γίνονται η παιδική αθώα ματιά ενός κόσμου που
αποφασίζει για μας κι εμείς έχουμε τα παιχνίδια μας για να σωθούμε και να
κλάψουμε και να γελάσουμε μακριά και πέρα από τα αδιάκριτα βλέμματα των
μεγάλων; Τα παιδιά την παίζουν τη ζωή, γιατί όλα είναι παιχνίδι.
Οι μουτζουρωμένοι
άνθρωποι του τοίχου, δίνουν στον μικρό Παλαμά χαρά ακέρια και πρωτόγνωρη,
μακριά από τα παιχνίδια του δρόμου.
Η Μαρινέλλα με συνοπτικά κοιτάγματα ακαθάριστα σημεία ξαναχτίζει με τα
δυνατά υλικά της μια ζωή από την αρχή. Γίνεται μέσον ανάμεσα σε μας, και τον
πυκνό Παλαμά για να γνωρίσουμε μια άλλη πλευρά ενός μεγάλου ποιητή που άρεσε κι
έκφρασε μια εποχή, αυτή της Ελλάδας που πάλεψε πόθησε, λυπήθηκε, ονειρεύτηκε
και έκτισε, αυτή του Ελ. Βενιζέλου.
Αυτή η επιστροφή στο
παρελθόν είναι μια πρόταση λογοτεχνική για μια καταβύθιση στη μαγεία της
παιδικής ηλικίας, τότε που όλα είναι μισοπραγματικά και μισοψεύτικα και μαγικά
και μαγεμένα σε μια αχλή σαν το χιόνι των Χριστουγέννων.
Εκεί το Μεσολόγγι, σε
μια ατμόσφαιρα από θύμισες του 1821 ο μικρός Παλαμάς θα γίνει γραφομανής «δεν
έπαιζα, έγραφα» λέει, συγκινείται να αγοράζει χαρτί, διαβάζει τον Άντερσεν,
ερωτεύεται την Ιουλιέτα και τη Λουΐζα Μίλερ του Σίλερ.
«Είμαι κι εγώ
απλούστατα μουτζουρωτής χαρτιού από τα μικρά μου χρόνια, αλλά με πάθος και ασυνειδησίαν
ιεράν» γράφει και αυτοχαρακτηρίζεται. Μουτζουρωτής χαρτιών λοιπόν κι έτσι τον
θέλει κι η Μαρινέλλα. Αυτός της πίκρας της άσβηστης, της αμίλητης, της ανεξήγητης,
μέσα από τον παράδεισο της
παιδικής ηλικίας.
Γράφει η Μαρινέλλα
πάνω σ’ αυτά που έγραφε ο Παλαμάς, τολμηρό εγχείρημα, γιατί γράφω σημαίνει
αναμετριέμαι δημόσια και φανερά και τολμηρά, όταν μιλάω με το μυαλό του
αχόρταγου παιδιού.
Γιατί για τα παιδιά
είναι ορατά τα’ αόρατα
είναι γνωστά τα
άγνωστα
είναι πραγματικά τα
φανταστικά
είναι αλήθεια ο μύθος
είναι ο κόσμος
παράξενα μεγάλος και μικρός
Ένα παιδί σημαδεμένο,
προορισμένο, με αναμνήσεις πρόωρες και πρώιμες γεμάτο. Οι πόλεις, τα σπίτια, οι
άνθρωποι, οι φόβοι, τα κενά, η πίκρα, ότι κατακάθεται με το χρόνο είναι η
παιδική ηλικία. Αρχή κι αφετηρία, ονειροφαντασία, κι απτά, οι μεγάλες σταθερές
που απλώνονται στο μέλλον και μας καθορίζουν είναι τα χρόνια της αθωότητας, της
νοσταλγίας, της αλήθειας. Ο Παλαμάς παιδί της φαντασίας, του αναποδογυρισμένου
ρυθμού του κόσμου.
Ωραία αυτή η
συνάντηση που έγινε βιβλίο. Με στόχο, σκοπό και όραμα.
Η Μαρινέλλα μας
χαρίζει ένα ταξίδι στην αρχή, στη ρίζα, σε μια άλλη εποχή, στα εσώψυχα ενός
παιδιού εκεί στο β’ μισό του 19ου αιώνα δηλαδή ένα ταξίδι στην
αιώνια απαράλλαχτα ίδια παιδική ηλικία.
Με μνήμη, συνείδηση
κι αίσθημα – για να χρησιμοποιήσω τις δικές της λέξεις – δεν αφήνει τη σκόνη
του χρόνου να καθίσει πάνω στα πολύτιμα της εθνικής λογοτεχνικής μας παράδοσης
και γονιμοποιεί στοιχεία και μορφές του παρελθόντος που τις έχουμε τόσο ανάγκη
στο άνυδρο παρόν μας.
Η γραφή πάντα υπήρξε
το μήνυμα μέσα στο ριγμένο στη θάλασσα μπουκάλι που ελπίζει να βρει το σωστό
αποδέκτη. Αυτό συμβαίνει κι εδώ. Ο Παλαμάς έγραφε για τα παιδικά του χρόνια κι
αυτός ο κόσμος μεταγράφηκε από τη Μαρινέλλα εύγλωττα, προσιτά, απτά, σ’ ένα κείμενο
για παιδιά και νέους του 2013 με αμεσότητα, ζωντάνια, παραμυθική διάθεση, όπως
θα μίλαγε ένα παιδί σήμερα για τους γονείς του, τους ανθρώπους του, τα
παιχνίδια του, το σχολείο του, τις παρέες του, τις αγάπες του, τον κόσμο του,
τα σκιρτήματα του, τους φόβους του, την αναζήτηση και τα μυστικά ταξίδια του
νου του.
Τίποτα φτιαχτό. Άρτιο
υποκριτικά αφού η αφήγηση είναι πολύτροπη και σπαρταράει από ζωή.
Ένα παιδί που
μουτζουρώνει χαρτιά είναι πάντα ο μεγάλος μας ποιητής.
Μια ανοιχτή ψυχή που
αποκωδικοποιεί τα μουτζουρωμένα χαρτιά του είναι η συγγραφέας.
Για τι όπως δηλώνει
και η ίδια ποιητικά:
«Τις νύχτες
όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά
τα κρατούσα στην αγκαλιά μου.
Πότε το ένα, πότε το άλλο.
Τώρα
τις νύχτες γράφω ποιήματα
πότε για τον ένα, πότε για τον άλλο.»
Κι αν το ποίημα είναι
δημιουργία και το αποτέλεσμα της, εδώ η Μαρινέλλα έγραψε για ένα άλλο παιδί που
φαίνεται το κοίμισε πολλά βράδια στην αγκαλιά της, άκουσε το κλάμα του,
γιάτρεψε τις πληγές του, ζωγράφισε μαζί του τα’ ανθρωπάκια του, πήγε μαζί του
στο σχολείο, το συμβούλεψε στις αγωνίες του κι έτσι ο μικρός Κωστής Παλαμάς
απόκτησε μια άλλη μάνα που τον νανούρισε, του σιγοψιθύρισε τη χαρά και τα
μυστικά όπλα της ζωής και τον έφερε εδώ απόψε σε μας τόσο αθώο πρωτογενή
αυθόρμητο και ατρόμητο και παντοτινά επίκαιρο για να τον γνωρίσουμε αλλιώς και
να ξανανιώσουμε παιδιά εκμηδενίζοντας το χρόνο και αναζητώντας μέσα από τα
μονοπάτια τις ξεχασμένες μνήμες της ολόδικιάς μας πατρίδας των οριστικά
περασμένων χρόνων της παιδικής μας ηλικίας.
Ανύποπτος χρόνος η
παιδική ηλικία με παραμύθια, φαντασιώσεις, φυλαγμένα μυστικά κι ανείπωτα.
«Και καταγόμαστε από εκεί, όπως από μια χώρα» έγραφε ο Γιώργος Σαραντάρης.
Σκαλίζοντας τη μνήμη
οδηγούμαστε στην αλήθεια. Μια άλλη συνομιλία. Κι ο αληθινός Παλαμάς
ξεδιπλώνεται κι έτσι, απλά, μέσα από την πόρτα που μας ανοίγει η Μαρινέλλα για
να κρατήσουμε απλά στις χούφτες μας τις μνήμες του, τις στιγμές του, τις
σκέψεις του, τα χαρτιά του.
Ένα παιδί
εξομολογείται… Ο Κωστής Παλαμάς. Ένας μουτζουρωτής χαρτιών!!!